- σύλληξις
- -ήξεως, ἡ, Α1. σύμπτωση, συνδυασμός με κλήρωση ή κατά τύχην («τύχην ἡγουμένοις αἰτίαν τῆς ξυλλήξεως», Πλάτ.)2. φρ. «σύλληξις πυκτῶν» — η επιλογή πυγμάχων με κλήρωση (Πλάτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + λῆξις (< λαγχάνω «τυχαίνω με κλήρο»)].
Dictionary of Greek. 2013.